- μοιχός
- ο (ΑΜ μοιχός)αυτός που διαπράττει μοιχείαμσν.1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτιμσν.-αρχ.(για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτοραςαρχ.1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα, ειδωλολάτρης2. παροιμ. α) «ὅρκοι μοιχῶν» — λεγόταν για όρκους που γίνονται, αλλά δεν τηρούνται, όπως είναι οι όρκοι τών μοιχώνβ) «κεκαρμένος μοιχὸν μιᾷ μαχαίρα» — λεγόταν για άνθρωπο ο οποίος είχε ξυρισμένο το κεφάλι του, όπως γινόταν στους μοιχούς που συλλαμβάνονταν επ' αυτοφώρωγ) «θύραν δι' ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται». λεγόταν για την κύρια, την επίσημη είσοδο, καθώς και για ευθείες πράξεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα *moiĝh- τής ΙΕ ρίζας *meiĝh- «ουρώ» και είναι πιθ. παράγωγο τού ὀμείγω* «ουρώ», το οποίο δηλώνει τον δράστη ενέργειας (δεν εμφανίζει το προθεματικό φωνήεν -ο-). Η συγγένεια τής λ. μοιχός με το ὀμείχω, ρ. τής αρχαίας καθομιλουμένης με σημ. «ουρώ», εξηγείται πιθ. από την πρόθεση τής κοινωνίας να στιγματίσει την πράξη τής μοιχείας και τους μοιχούς. Ενδεικτική ως προς τον ρόλο τών δύο φύλων είναι και η διαφορετική χρήση τού παράγωγου ρ. (μοιχεύω), (μοιχεύομαι) στην ενεργητική φωνή (για τον άντρα) και στην παθητική (για τη γυναίκα), πρβλ. γαμῶ - γαμοῡμαι. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή moechus.ΠΑΡ. μοιχαλίδα, μοιχεύω, μοιχικόςαρχ.μοιχάζω, μοιχαίνω, μοιχή, μοιχίδιος, μοίχιος, μοιχίς, μοιχοσύνη, μοιχώδης(αρχ·-μσν·) μοιχάς, μοιχώμσν.μοίχαινα, μοιχόν.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μοιχάγρια, μοιχαλώσια, μοιχοκίναιδος, μοιχοκτόνος, μοιχολέτης, μοιχόληπτος, μοιχότροπος, μοιχοτύπημσν.μοιχαλλοίωτοι, μοιχογέννητος, μοιχοελέγκτης, μοιχοζεύκτης, μοιχοκοινωνία, μοιχοκύρωτος, μοιχομεριδαρχία, μοιχοσύνδρομος, μοιχοσύνοδος, μοιχοσύστατος, μοιχουργός, μοιχοφθόρος, μοιχόφιλος. (Β' συνθετικό) αρχ. κατάμοιχος].
Dictionary of Greek. 2013.